< 1 ἀϊών
αἰών >
2 ἀϊών
,
-όνος, ἡ
vestidura de lino
ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν
B.17.112 (o dór. ἠιών?), cf. Hsch.s.u.
ἔλυμα
, v. ἀών.